Τοποθεσία
Η Κακοπετριά βρίσκεται στην κοιλάδα της Σολέας, στις παρυφές της οροσειράς του Τροόδους. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 667 μέτρων κατά μήκος του ποταμού Καρκώτη, 63 χιλιόμετρα από την πόλη της Λευκωσίας και 52 χιλιόμετρα από την πόλη της Λεμεσού.
1η εκδοχή:
Λένε ότι ήταν ένα ανδρόγυνο το οποίο ήταν νιόπαντρο και περπατούσαν στο παλιό χωριό της Κακοπετριάς. Σε ένα σημείο ήταν μια μεγάλη πέτρα. Κύλησε και πλάκωσε το ζευγάρι. Την πέτρα την κόλλησαν και την έβγαλαν κακιά πέτρα. Σιγά σιγά βγήκε το Κακοπετριά (κακιά και πέτρα). Υπάρχει παραλλαγή της εκδοχής αυτής που λέει ότι πάνω σ’ αυτή την πέτρα έπρεπε να καθίσει το ανδρόγυνο μετά την τέλεση του γάμου. Σε μια περίπτωση η πέτρα κύλησε και πλάκωσε το ανδρόγυνο. Οι κάτοικοι την ονόμασαν Κακόπετρα και έτσι πήρε το χωριό το όνομα Κακοπετριά. Υπάρχει ακόμη μια παραλλαγή των εκδοχών αυτών που λέει πως κάθε ανδρόγυνο έπρεπε να καθίσει πάνω στην πέτρα για να προκόψει, να στεριώσει και να γίνει πέτρα.
2η εκδοχή:
Ήταν ένας άντρας που είχε δυο παιδιά, τον Παναγιώτη και τον Πέτρο. Ο Παναγιώτης ήταν καλός και ο Πέτρος κακός. Ο Παναγιώτης πήγε σε μια περιοχή, αφού τσακώθηκε με τον αδελφό του, και το χωριό που έμεινε ονομάστηκε Καλοπαναγιώτης. Ο Πέτρος έμεινε στο χωριό, που ονομάστηκε Κακοπετριά επειδή έμεινε ο κακός Πέτρος. Υπάρχει μια παραλλαγή της εκδοχής αυτής που λέει ότι ήταν κάποιος άρχοντας της Μαραθάσας που είχε τρεις γιους, το Νίκο, τον Παναγιώτη και τον Πετρή. Ο Πετρής, ο πιο μικρός, ήταν πολύ ζωηρός, άτακτος, νευρικός και τόσο ανυπόφορος που τα άλλα αδέλφια του τον είχαν βαρεθεί. Έτσι ο πατέρας αναγκάστηκε να τον στείλει στην άλλη πλευρά του βουνού να ζήσει. Έφτασε ο Πετρής στην περιοχή του παλιού χωριού. Ήταν ο πρώτος οικιστής. Από το όνομα Πετρής και το κακός το χωριό πήρε το όνομα Κακοπετριά
Άγιος Νικόλαος της Στέγης:
Ο Άγιος Νικόλαος της Στέγης είναι μια από τις εννέα εκκλησίες του Τροόδους που αποτελούν παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO με τίτλο «Τοιχογραφημένοι ναοί στην περιοχή του όρους Τρόοδος». Ανήκει στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, κυρίως για τις τοιχογραφίες που καλύπτουν το εσωτερικό της και οι οποίες αποτελούν εξαίρετα δείγματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής μνημειακής ζωγραφικής. Κατά την περιγραφή του Μπάρσκι (Ιούλιος 1735), η μονή «έχει ένα πολύ παλαιόν ναόν ωραίας αρχιτεκτονικής μετά τρούλου, ο οποίος είναι αόρατος εκ των έξω, διότι ο όλος ναός είναι κεκαλυμμένος διά μεγάλης [δευτέρας] ξυλίνης στέγης μετά κεράμων, ένεκεν της χιόνος και των πάγων».
Ο ναός με κεραμοπλαστικό διάκοσμο, ανήκει στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα. Ο νάρθηκας προστέθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα, και η δίρριχτη στέγη, απ’ όπου και η προσωνυμία «της Στέγης», χρονολογείται στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα. Διασώζονται θαυμαστής τέχνης τοιχογραφίες. Οι αρχικές χρονολογούνται στον 11ο και στον 12ο αιώνα, επαναζωγραφίσεις και νέες ζωγραφίσεις έγιναν στον 13ο αιώνα και στον 14ο έγιναν δύο νέες ζωγραφίσεις. Το έτος 1633 ζωγραφίστηκαν οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Στον 17ο αιώνα χρονολογείται το εικονοστάσιο του ναού. Τα βημόθυρα και οι εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του αγίου Νικολάου είναι έργα του ιερογράφου Παύλου. Δικά του έργα ίσως είναι ο σταυρός και τα λυπηρά. Επιγραφές του 17ου και του 19ου αιώνα αναφέρονται σε ανακαινιστικές εργασίες.